- ανθοσκέπαστος
- -η, -οσκεπασμένος με λουλούδια: Στο σπίτι οδηγούσε ένας ανθοσκέπαστος διάδρομος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.